Konstantinos Parthenis was born in Alexandria, Egypt in 1878 to a Greek father, an employee of the British Consulate originally from Macedonia and an Italian mother. Both his parents died when he was a teenager. He had a solid education and was multilingual speaking and writing Italian, German, French, English and Greek. He was involved in painting from a very early age and his first known work dates back to 1892.
From 1895 to 1903 he studied painting at the Vienna Academy of Fine Arts, one of the centers of modernism, under the German painter Karl Dieffenbach. At the same time, he attended music lessons at the city’s Conservatory. In Vienna he held his first exhibition of his works in 1899 (at the Boehms Künstlerhaus), while the very next year (1900) he also exhibited his works in Athens.
In 1903 he came to Greece and settled in Athens. He visited Kavala, Constantinople and Poros, where he painted the frescoes of the church of Agios Nikolaos. In 1908 he painted the frescoes of the church of Agios Georgios in Cairo.
In 1909 he married Iulia Valsamakis. From 1909 to 1914, Parthenis lived in Paris, where he was introduced to post-impressionism to eventually form his own personal style. In Paris he participated in painting exhibitions, achieving important distinctions (prize for the painting The Slope, 1910, and first prize in an exhibition of religious art for the painting The Evangelism, 1911).
In 1911, he settled in Corfu where he met important Greek intellectuals, such as Konstantinos Theotokis and Konstantinos Hatzopoulos, while he initially appeared as a member of the Society of the Nine. In 1917, he permanently settled in Athens and together with Nikolaos Lytras, Konstantinos Maleas, Theofrastos Triantafyllidis and other painters he founded the “Art” Group, with the aim of overturning the conservative academism that at that time still prevailed in the Athenian artistic life. The “Art” Group was associated with the Liberal Party, because it was a modernizing movement.
In 1919, Parthenis was entrusted with the iconography of the church of Agios Alexandros in Paleo Faliro. In 1920, his first major exhibition was held in Zappeion with more than 240 paintings.
His reputation had already begun to grow and so the accolades began to multiply. In the same year, Eleftherios Venizelos awarded him the Excellence of Letters and Arts (for Evangelism).
His first nomination for a professorship at the School of Fine Arts (1923) was rejected. Prime Minister Alexandros Papanastasiou and the professor of the school, Zacharias Papantoniou, took the lead in the recruitment of Parthenis to the school. Parthenis’ hiring conditions created a hostile climate against him from the rest of the professors. On the contrary, he was popular with his students.
At 40 Roberto Gali Street at the foot of the Acropolis he built his famous house, which he designed with Dimitris Pikionis, according to the Bauhaus principles. Great later Greek painters were quick to register as students in his workshop at the School of Fine Arts, with whom, as well as those who followed, Parthenis created a close relationship based on the deep respect he inspired.
In 1937 he was awarded the gold prize of the Paris International Exhibition for his work Hercules Fighting the Amazons. In 1938, at the Venice Biennale, the government of Italy bought a painting by the painter on the theme of the Annunciation of the Virgin.
Despite his recognition, Parthenis was gradually driven into isolation and silence. In 1947, he resigned from the professorship, unable to tolerate the conservatism of the School, and was succeeded by Yiannis Moralis.
He was no longer communicating with anyone. Secluded in Roberto Galli with his wife and daughter, he devoted himself to painting and his reflections. In 1948 he was honored with the first prize for painting at the Panhellenic Exhibition but was not awarded. In 1954, he was awarded the Order of the Grand Master of King George I and in 1965 the Order of the Golden Master of the Phoenix. In 1966, his former students organized a large exhibition of his works at the Athenian Institute of Technology, but he did not attend.
On July 25, 1967, Parthenis died in poverty and isolation.
Ο Κωνστανίοτς Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1878 από πατέρα Έλληνα, υπάλληλος του Αγγλικού Προξενείου με καταγωγή από τη Μακεδονία και μητέρα Ιταλίδα. Και οι δύο γονείς του πέθαναν όταν εκείνος ήταν έφηβος. Απέκτησε στέρεη παιδεία και ήταν πολύγλωσσος καθώς μιλούσε και έγραφε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά. Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική από πολύ νωρίς και το πρώτο γνωστό έργο του χρονολογείται το 1892.
Από το 1895 έως το 1903 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, ένα από τα κέντρα του νεωτερισμού, κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στη Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα.
Το 1903 ήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.
Το 1909 παντρεύτηκε την Ιουλία Βαλσαμάκη. Από το 1909 έως το 1914, ο Παρθένης έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910, και πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911).
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της Συντροφιάς των Εννιά. Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό.
Το 1919, ανατέθηκε στον Παρθένη η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες.
Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (για τον Ευαγγελισμό).
Η πρώτη υποψηφιότητά του για καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών (1923) απορρίφθηκε. Στην πρόσληψη του Παρθένη στη σχολή πρωταγωνίστησαν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο καθηγητής της σχολής Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οι συνθήκες πρόσ ληψης του Παρθένη δημιούργησαν εχθρικό κλίμα εναντίον του από τους υπόλοιπους καθηγητές. Αντιθέτως ήταν δημοφιλής στους μαθητές του.
Στην οδό Ροβέρτου Γκάλι 40 στους πρόποδες της Ακρόπολης έκτισε το περίφημο σπίτι του, που σχεδίαζε με τον Δημήτρη Πικιώνη, σύμφωνα με τις αρχές του Μπάουχαους. Στο εργαστήριό του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έσπευσαν να εγγραφούν φοιτητές σπουδαίοι μετέπειτα Έλληνες ζωγράφοι, με τους οποίους, καθώς και με όσους ακολούθησαν, ο Παρθένης δημιούργησε σχέση στενή στηριζόμενη στον βαθύ σεβασμό που ενέπνεε.
Το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Παρά την αναγνώρισή του, ο Παρθένης οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση και τη σιωπή. Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής και τον διαδέχτηκε ο Γιάννης Μόραλης.
Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανένα. Αυτοέγκλειστος στην Ροβέρτου Γκάλι με τη γυναίκα του και την κόρη του αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στους στοχασμούς του. Το 1948 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ζωγραφικής της Πανελλήνιας Έκθεσης αλλά δεν έγινε απονομή. Το 1954 του απενεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και το 1965 το παράσημο του Χρυσού Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1966 οι πρώην μαθητές του οργάνωσαν στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο μεγάλη έκθεση έργων του, στην οποία όμως ο ίδιος δεν παρέστη.
Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο Παρθένης άφησε την τελευταία του πνοή, σε συνθήκες ένδειας και απομόνωσης.
Αlthough Parthenis is considered one of the founders of Greek painting in the 20th century, he was accepted by few, the wide artistic circle considered him a “misspelling” while some of his colleagues and academics of the time fought him and undermined him in every way.
Aristocrat of art and life, Parthenis was a special case in modern Greek painting. Initially, his studies in Vienna and his musical education brought him close to German symbolism and early German expressionism, while art critics classified him as a modernist, modernist and “secessionist”.
Later, his contact with post-impressionism in Paris and his deep knowledge of Byzantine iconography pushed him towards the formation of a completely personal style, where an idealized Greece was presented in brilliant and refined colors. In his works, which are imbued with idealism and harmony, figures and landscapes dominate, while design and color merge, freed from the weight of matter, depicting a purely esoteric relationship.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης, αν και θεωρείται από τους θεμελιωτές της ελληνικής ζωγραφικής του 20ού αιώνα, έγινε δεκτός από τους λίγους, το ευρύ καλλιτεχνικό κύκλωμα τον θεωρούσε “ανορθογραφία” ενώ κάποιοι συνάδελφοί του και ακαδημαϊκοί της εποχής τον πολέμησαν και τον υπέσκαψαν με κάθε τρόπο.
Αριστοκράτης της τέχνης και άρχοντας της ζωής, ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στη Βιέννη και η μουσική του παιδεία, τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό ενώ οι κριτικοί τέχνης τον κατέταξαν ως νεωτεριστή, μοντερνιστή και «σεσεσιονιστή» (από το «Sezession» που σημαίνει «απόσχιση»).
Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Στα έργα του, τα οποία διαπνέονται από ιδεαλισμό και αρμονία, κυριαρχούν οι φιγούρες και τα τοπία, ενώ το σχέδιο και το χρώμα συμπλέουν, απαλλαγμένα από το βάρος της ύλης, αποτυπώνοντας μία σχέση καθαρά ψυχική.